Αλεσάντρια

Αλεσάντρια
(Alessandria). Πόλη (93.350 κάτ. το 2000) της Β Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.560 τ. χλμ.). Η Α. είναι ιδιαίτερα γνωστή για τη βιομηχανία των αντρικών καπέλων και των υφασμάτων της. Αποτελεί σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο, γιατί από αυτήν περνούν οι σιδηροδρομικές γραμμές που κατευθύνονται στο Τορίνο, τη Ναβάρα, το Μιλάνο, την Παβία και τη Γένοβα. Ιδρύθηκε το 1168 από τη Λομβαρδική Ομοσπονδία για ενίσχυση της άμυνας εναντίον της Παβίας που ήταν σύμμαχος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα. Της δόθηκε η ονομασία Α. (Αλεξάνδρεια) προς τιμή του πάπα Αλεξάνδρου Γ’, ο οποίος είχε αφορίσει τον Φρειδερίκο. Ο τελευταίος, παρά τη μακρόχρονη πολιορκία που επέβαλε στην πόλη, δεν κατόρθωσε τελικά να την καταλάβει και γύρισε άπρακτος στη χώρα του. Η ακρόπολή της, που σώζεται έως σήμερα, χτίστηκε με εντολή του βασιλιά Βίκτορα Αμεδαίου B’ το 1728, ενώ αργότερα ο στρατηγός του Ναπολέοντα, Σασελού, φρόντισε να ενισχύσει την άμυνά της κατασκευάζοντας νέα οχυρωματικά έργα. Λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη βρίσκεται το πεδίο της ιστορικής μάχης του Μαρέγκο, όπου ο γαλλικός στρατός νίκησε τις δυνάμεις των Αυστριακών (1800). Στην Ιταλία υπάρχουν ακόμα δύο πόλεις με το ίδιο όνομα: η Α. Ντελ Καρέτο και η Α. Ντε Λα Ρόκα. Το Παλάτσο Γκιλίνι στην Αλεσάντρια της Ιταλίας, το οποίο σχεδίασε ο Μπενεντέτο Αλφιέρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αλφιέρι, Μπενεντέτο — (Benedetto Alfieri, Ρώμη 1700 – Τορίνο 1767). Ιταλός αρχιτέκτονας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη μέχρι το 1722, όταν αποφάσισε να μετακομίσει στο Πεδεμόντιο, όπου αρχικά εργάστηκε στο Άστι και το 1730 εκπόνησε τα σχέδια του νομαρχιακού μεγάρου… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

  • Αντονέλι, Αλεσάντρο — (Alessandro Antonelli, Γκέμε, Νοβάρα 1798 – Τορίνο 1888). Ιταλός αρχιτέκτονας. Κατά τη μακρόχρονη ζωή του κατασκεύασε πολυάριθμα κτίρια στις πόλεις Νοβάρα, Τορίνο, Μπόκα, Καστανιόλα, Μπελιντσάγκο, Ρομανιάνο, Σέζια, Ολέτζιο, Αλεσάντρια,… …   Dictionary of Greek

  • Γένοβα ή Τζένοβα — (Genova). Πόλη (632.366 κάτ. το 2000) της Ιταλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (1.831 τ. χλμ., 913.218 κάτ. το 2000) στην περιοχή της Λιγηρίας, στον ομώνυμο κόλπο. Βρίσκεται σε προνομιούχα τοποθεσία, η οποία διευκολύνει τις επικοινωνίες της με… …   Dictionary of Greek

  • Καρά, Κάρλο Ντολμάτσο — (Carlo Dolmazzo Carra, Κουαρνιέντο, Αλεσάντρια 1881 – Μιλάνο 1966). Ιταλός ζωγράφος. Παρακολούθησε νυχτερινά μαθήματα στην ακαδημία Μπρέρα στο Μιλάνο, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως διακοσμητής για βιοπορισμό. Αργότερα ταξίδεψε στο Παρίσι και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”